ἐπιφροσύνην

ἐπιφροσύνην
ἐπιφροσύνη
thoughtfulness
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”